- εύκρητος
- εὔκρητος, -ον (Α)ιων. τ. τού εύκρατος*.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
εὔκρητος — εὔκρατος well tempered masc/fem nom sg (ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εύκρατος — η, ο (ΑΜ εὔκρατος, ον, Α ιων. τ. εὔκρητος, ον) αυτός που έχει καλή θερμοκρασία, καλό κλίμα, ο ήπιος, ο μέτριος (α. «εύκρατο κλίμα» το κλίμα που δεν είναι ούτε πολύ ψυχρό ούτε πολύ θερμό β. «οι εύκρατες ζώνες τής γης» οι ζώνες που περιλαμβάνονται… … Dictionary of Greek